- υφασία
- ἡ, Α(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) βλ. ύφανση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑφασία — ὑφασίᾱ , ὑφασία fem nom/voc/acc dual ὑφασίᾱ , ὑφασία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασά — η, Ν τρόπος ύφανσης, υφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < υφαίνω / ύφανση, μέσω τού τ. ὑφασία < *φασιά (με σίγηση τού αρκτικού υ )] … Dictionary of Greek
ύφανση — η / ὕφανσις, άνσεως, ΝΜΑ, και ὑφανσία Μ, και, κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, ὑφασία Α [ὑφαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υφαίνω, η κατασκευή υφάσματος νεοελλ. συνεκδ. ο τρόπος με τον οποίο έχει κατασκευαστεί ένα ύφασμα («αυτή η κουβέρτα έχει… … Dictionary of Greek
ՈՍՏԱՅՆԱՆԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0522 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 9c, 10c, 11c գ. Արհեստ եւ գործ ոստայնանկաց. ոստայնագործելն՝ հանդերձ սարօքն. ὔφασμα, ὐφασία, τὸ ὐφαντόν, ἠ ὐφαντική textura, ars texendi եւ κερκίς radius textorius,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)